-
1 расчёт
-а α.1. υπολογισμός, λογαριασμός•правильный расчёт σωστός λογαριασμός•
ошибка в -θ λάθος στο λογαριασμό ή λογιστικό λάθος•
произвести расчёт κάνω υπολογισμό.
2. απόλυση από την εργασία (με τις δουλεμένες αποδοχές).3. μτφ. λογοδοσία.4. σκοπός, πρόθεση•ошибся в своих -ах λάθεψα στους υπολογισμούς•
сказал ему с -ом του είπα σκόπιμα•
обмануться в -е πέφτω έξω στους υπολογισμούς•
сделал это без всякого -а το έπραξα χωρίς κανένα απώτερο σκοπό.
5. όφελος, κέρδος• συμφέρον•мне нет -а ехать туда δεν έχω κανένα όφελος να πάω εκεί.
6. βλ. расчтливость.7. (στρατ.) το στοιχείο (οι πυροβολητές).εκφρ.врасчёт -е – πάτοι (ξόφλισα, πάτσισα)•из -а – παίρνοντας υπ όψη, υπολογίζοντας•принять (взять) в расчёт – λαβαίνω (παίρνω•) υπ όψη.