Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

врасчёт -е

  • 1 расчёт

    α.
    1. υπολογισμός, λογαριασμός•

    правильный расчёт σωστός λογαριασμός•

    ошибка в -θ λάθος στο λογαριασμό ή λογιστικό λάθος•

    произвести расчёт κάνω υπολογισμό.

    2. απόλυση από την εργασία (με τις δουλεμένες αποδοχές).
    3. μτφ. λογοδοσία.
    4. σκοπός, πρόθεση•

    ошибся в своих -ах λάθεψα στους υπολογισμούς•

    сказал ему с -ом του είπα σκόπιμα•

    обмануться в -е πέφτω έξω στους υπολογισμούς•

    сделал это без всякого -а το έπραξα χωρίς κανένα απώτερο σκοπό.

    5. όφελος, κέρδος• συμφέρον•

    мне нет -а ехать туда δεν έχω κανένα όφελος να πάω εκεί.

    6. βλ. расчтливость.
    7. (στρατ.) το στοιχείο (οι πυροβολητές).
    εκφρ.
    врасчёт -е – πάτοι (ξόφλισα, πάτσισα)•
    из -а – παίρνοντας υπ όψη, υπολογίζοντας•
    принять (взять) в расчёт – λαβαίνω (παίρνω•) υπ όψη.

    Большой русско-греческий словарь > расчёт

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»